Υψηλού Παντοκράτορα, μονή — Αντρικό μοναστήρι της Κέρκυρας, στην κορυφή του ομώνυμου βουνού, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Κέρκυρας και Παξών. Ιδρύθηκε το 1347. Καταστράφηκε στις αρχές του 16ου αι. και ξαναχτίστηκε το 1689.… … Dictionary of Greek
Ευαγγελισμού Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε τον 11o αι. 2. Σκιάθου. Ανδρικό μοναστήρι το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδος. Ιδρύθηκε το 1794 από τους Κολλυβάδες του Αγίου Όρους, μοναχούς που διαφωνούσαν στην … Dictionary of Greek
Παντεπόπτου, μονή — Μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο σήμερα είναι τζαμί με το όνομα Εσκί Ιμαρέτ. Βρίσκεται στη γειτονιά Ουν Καμπάν, περίπου 150 μέτρα από το Ζεϊρέκ τζαμί, το επίσης άλλοτε μοναστήρι του Παντοκράτορα. Χτίστηκε τον 11ο αι. από την Άννα… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek